- σπέος
- σπέοςcavernneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπέος — και επικ. τ. σπεῑος, τὸ, Α βαθιά σπηλιά, σπήλαιο (α. «ὑπό τε σπέος ἤλασε μῆλα», Ομ. Ιλ. β. «νύμφη πότνι ἔρυκε Καλυψώ... ἐν σπέεσι γλαφυροῑσι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος πρέπει να συνδέεται με τη λ. σπήλαιον*. Ο… … Dictionary of Greek
Σπέος Αρτέμιδος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στο λαξευμένο σε βράχο ιερό της θεάς λέαινας Βαστ ή Μπαστ (Βούβαστις). Το ιερό αυτό βρισκόταν κοντά στους περίφημους τάφους του Μπένι Χάσαν, κοντά στη σημερινή πόλη Μίνια της Αιγύπτου και στην ανατολική όχθη … Dictionary of Greek
σπέει — σπέος cavern neut nom/voc/acc dual (attic epic) σπέεϊ , σπέος cavern neut dat sg (epic ionic) σπέος cavern neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπέη — σπέος cavern neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σπέος cavern neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπεῖος — σπέος cavern neut nom/voc/acc sg (epic) σπεῖος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπείων — σπέος cavern neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπέεα — σπέος cavern neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπέεος — σπέος cavern neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπέεσι — σπέος cavern neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπέεσσι — σπέος cavern neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)